ὑγρομανής

ὑγρομανής
ὑγρο-μᾰνής, ές,
A madly fond of the water, Nonn.D.43.284.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υγρομανής — ές, ΜΑ αυτός που αγαπά μανιωδώς το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μά ην), πρβλ. μεγαλο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ὑγρομανῆ — ὑγρομανής madly fond of the water neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑγρομανής madly fond of the water masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑγρομανής madly fond of the water masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”